- δεκαπενθήμερος
- -η, -ο1. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ημερών: Πήρε δεκαπενθήμερη άδεια.2. αυτός που εκδίδεται κάθε δεκαπέντε μέρες: Το περιοδικό του συλλόγου μας είναι δεκαπενθήμερο.3. το ουδ. ως ουσ., δεκαπενθήμερο διάστημα δεκαπέντε ημερών και συνεκδοχικά η αμοιβή δεκαπέντε ημερών εργασίας: Χθες πληρωθήκαμε το δεκαπενθήμερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.